της Κάτιας Γαλοπούλου
Η είδηση της πυρκαγιάς στην Παναγία των Παρισίων, την βρίσκει καθηλωμένη, όπως όλα τα βράδια χρόνια τώρα, στην πολυθρόνα του καθιστικού. Σκοτάδι πια οριστικό έξω από τις κουρτίνες, ημίφως μέσα στο δωμάτιο, γαλακτερές σκιές σ’ όλα τα έπιπλα από τη μόνιμη λάμψη της τηλεόρασης. Ακουμπισμένο στο πλάι, με ανεπαίσθητα φθαρμένη τη λαβή του, το μπαστούνι. Το σωσίβιο της, μ’ αυτό κολυμπάει την ημέρα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα του σπιτιού, του μιλάει σαν σε σύντροφο ναυτικό «ένα κύμα ακόμα, καλό μου, και φτάσαμε στην κουζίνα, ένας κάβος έμεινε και να τη η κρεβατοκάμαρα, δίπλα καιροφυλακτούν ύφαλοι και σκόπελοι -καρέκλες φονικές και άκρες τραπεζιών και φύκια- ξέφτια χαλιών και κρόσσια ύπουλα, κράτα με όσο μπορείς πιο δυνατά… κράτα γερά, φιλαράκο».
Πλέει στο σπίτι, κολυμβήτρια στα ογδόντα πέντε της, με τα μποφόρ στα ύψη καθημερινά -μόνιμο ‘απαγορευτικό’ η ηλικία, όλοι οι άνεμοι πνέουν πάνω της βόρειοι και παγωμένοι…το βράδυ υποχωρούν λίγο τα κύματα και ησυχάζει στο λιμάνι.
Από τα πρώτα πλάνα στις ειδήσεις των 8,η φωτιά στην οροφή της εκκλησίας. Καταστροφή. Αναστατώνεται ανεξήγητα, οι παλμοί αρχίζουν κι ανεβαίνουν κατακόρυφα σαν τις φλόγες στο καμπαναριό, «η μαρμαρυγή μου», σκέφτεται, «ξανά η μαρμαρυγή με θυμήθηκε». Προσπαθεί να ηρεμήσει, να κατεβάσει με τη δύναμη του μυαλού της τους σφυγμούς, «ψυχραιμία κοπελιά», λέει στον εαυτό της, χαμογελάει στον εαυτό της -τον μόνο που έχει στο δωμάτιο- και γέρνει πίσω χαλαρά το κεφάλι. Με κλειστά μάτια τώρα, βλέπει καθαρά την επιβλητική καθολική εκκλησία, τις τρεις υπέροχες πύλες της πρόσοψης, τους πανύψηλους πύργους της μητρόπολης, το μπαλκόνι της Παναγίας στη μέση με τον ρόδακα, τα αγάλματα, τα σκαλιστά τύμπανα, τα αετώματα… Μέσα όμως; Πώς να είναι μέσα η εκκλησία που καίγεται, ποτέ δεν έμαθε, πόσο βαθιά να έχει προχωρήσει το κακό, τι θα απογίνει η μπεζ Παναγία της;;;
Προσπαθεί να πιει λίγο νερό, κάπως καλύτερα τώρα. Να σηκωθεί. Να ανέβει στο πατάρι, να βρει την Παναγία. Να βρει την Παναγία στο πατάρι της. Να την κατεβάσει. Πώς να φτάσει όμως εκεί πάνω; Να πάρει τηλέφωνο τον αδελφό της, αν και μεγαλύτερος, μπορεί κάτι να σκεφτεί εκείνος, να σώσουν την Παναγία…Τον καλεί, του λέει, «αδελφέ, την Παναγία των Παρισίων από την Ηλιουπόλεως, την έχεις εσύ ή εγώ στο πατάρι, δεν θυμάμαι πια ποιός την έχει, μήπως κάποιο από τα παιδιά;»… Περιμένει…
«Ησύχασε», της λέει εκείνος, «κι εγώ στις ειδήσεις το βλέπω, ηρέμησε όμως, θα τη σβήσουν γρήγορα». «Όχι»,του φωνάζει εκείνη, «πρέπει να βρω την μπάντα με την Παναγία, σου λέω, αν καεί η αληθινή στο Παρίσι, να μείνει η δικιά μας σώα, να τους θυμίσει τουλάχιστον το απέξω σχέδιο, για να την ξαναφτιάξουν». «Θα τη σβήσουν»,της λέει εκείνος σίγουρος, «έχουν τα μέσα όλα για να τη σβήσουν αυτοί, ηρέμησε. Καληνύχτα». Κλείνει το τηλέφωνο, σβήνει το φως και προσπαθεί να τα ξαναφέρει όλα μπροστά της, να τα βάλει στη σειρά χωρίς ταχυπαλμία, να τα τακτοποιήσει στη μνήμη της.
«Έχουμε και λέμε, κοπελιά», ξεκινάει, «Ηλιουπόλεως 21Α, το προσφυγικό. Ο πάνω όροφος. Στο πρώτο διαμέρισμα, όπως ανεβαίνουμε, μένουν η δασκάλα με τον άντρα της, χωρίς παιδιά..Στο δεύτερο εμείς, ο αδελφός μου και οι γονείς μας. Ένα μεγάλο δωμάτιο μπροστά, το διπλό σιδερένιο κρεβάτι και τις μπρούτζινες λαβές, ένα τραπέζι στη μέση με το κόκκινο τραπεζομάντηλο που πάνω του τρώγαμε κι ύστερα διαβάζαμε, δυο ντιβάνια δικά μας, τέσσερις ψάθινες καρέκλες, ένα μπαούλο από την πατρίδα με σκαλίσματα στρογγυλά στις τέσσερις γωνίες της φάτσας του, μια ντουλάπα δίφυλλη, δυο ανθοστήλες, αυτά…Και βέβαια, η μπάντα. Πάνω από το κρεβάτι το διπλό σε όλο σχεδόν τον τοίχο απλωμένη, τεράστια, μπορεί και δυο επί δύο μέγεθος, η υπέροχη μπάντα του τοίχου μας, με την εκκλησία της Παναγίας των Παρισίων υφασμένη επάνω της, μάλλον σε μεταξωτό ύφασμα, ή μπορεί και βελουτέ κάπως να ήταν, δε θυμάμαι ακριβώς την υφή…Μεγαλόπρεπη, όμορφη, τεράστια η εκκλησία, όλη χρώμα μπεζ ανοιχτό σε πιο σκούρο φόντο, όχι σαν τον Άγιο Νικόλα που μας φάνταζε μεγάλος, πιο επιβλητική ακόμα και πιο όμορφη η Παναγία η Γαλλίδα. Ποιός την είχε αγοράσει αλήθεια και από πού άραγε; Ο πατέρας τότε, είχε ένα μικρό ραφτάδικο με τον αδελφό του στην Κόνωνος, στον ηλεκτρικό του Πειραιά κοντά, μπορεί από κάποιον από το λιμάνι να την είχε πάρει για να ομορφύνει λίγο τον παγωμένο τοίχο και να ζεστάνει το δωμάτιο, μπορεί να ήταν και δώρο στο γάμο τους, γιατί δεν τον ρώτησα ποτέ να μάθω την ιστορία της; … Αλλά και πόσα άλλα δεν πρόλαβα ποτέ να τους ρωτήσω. Λες κι είχαμε όλο το χρόνο δικό μας να τα πούμε αργότερα, πάντα αργότερα όμως είναι και ποτέ δε μάθαμε…
Να, θυμάμαι τώρα τόσο ζωντανά εκείνες τις νύχτες με τον αδελφό μου να χαζεύουμε με τις ώρες και να ονειροπολούμε στο μισοσκόταδο, το δικό μας σινεμά ήταν αυτή η μπάντα με την εκκλησία. Φτιάχναμε, δίχως να κουραζόμαστε ποτέ, ιστορίες ανεξάντλητες -κάθε μέρα κι άλλο έργο- και τις μοιραζόμασταν μεταξύ μας, χαμηλόφωνα, μην ενοχλήσουμε τους γονείς -γεγονότα απίθανα και παραμύθια με ιππότες και πριγκίπισσες μακρινές και όνειρα, όλα να εκτυλίσσονται γύρω και μπροστά στη Νοτρ Νταμ, ποτέ όμως μέσα -η φαντασία μας σταματούσε στις εξωτερικές πύλες- μέσα ήταν ένα άβατο ιερό, στοές κι αγάλματα και βιτρό απλησίαστα, ξένα, αφού ποτέ δεν είδαμε εικόνα τους… Κι η δασκάλα δίπλα που μας αγαπούσε σαν παιδιά της, μας είχε εξηγήσει πως ήταν μια σπουδαία εκκλησία, πλούσια και μοναδική, αργότερα διαβάσαμε και πονέσαμε τον Κουασιμόδο και την Εσμεράλδα.
Με τα χρόνια και τις απανωτές μετακομίσεις, τους γάμους, τα παιδιά, τα εγγόνια, η Παναγία των Παρισίων μας, ταξίδεψε ακούραστα σε κούτες και ανεβοκατέβηκε σε αποθήκες και πατάρια… Μέχρι σήμερα που καίγεται… Κι εγώ δεν μπορώ να δώσω ένα χεράκι να βοηθήσω, μα είναι και δική μου υπόθεση αυτή η πυρκαγιά, η ομορφιά όπου κι αν βρίσκεται είναι και δικό μου χρέος, να μείνει η χάρη στον κόσμο, να μην χαθούν όλα, στο Παρίσι μπορεί να μην πήγα ποτέ ,από την Κοκκινιά δεν έφυγα στη ζωή μου, αλλά την αρμονία και το κάλλος δεν πρέπει να τα στερηθούν οι άνθρωποι, τους ανήκει η ομορφιά, δικιά τους είναι… Τόσοι και τόσοι την σκέφτηκαν την εκκλησία, την σχεδίασαν, την κατασκεύασαν κι άλλοι τόσοι την θαύμασαν, σα κι εμένα κάποιοι μόνο την ονειρεύτηκαν, σε όλους τους ανθρώπους κάνει καλό το ωραίο και το όνειρο, να μη χαθεί… Θα τη βρω το πρωί την μπάντα μου, θα τη βρω σίγουρα..»
Ηρέμησε. Ήπιε χλιαρό το γάλα της, πήρε τα φάρμακα της, οι ειδήσεις άλλαξαν και ο ύπνος την συνάντησε στην πολυθρόνα. Πρόλαβε να δει την όμορφη μπεζ εικόνα της εκκλησίας, να προβάλλει στον γαλακτερό τοίχο πριν αποκοιμηθεί εντελώς. Το έργο ξαναπαιζόταν στην οθόνη της… η Notre–Dame στην Κοκκινιά, θα σωζόταν…
THE END…
Ακόυστε μαζί με το κείμενο: “Το κουκλί της Κοκκινιάς” του Παναγιώτη Τούντα, το ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ, από έναν δίσκο της Parlophon του 1930.
Λίγα λόγια για τον Παναγιώτη Τούντα:
Σμύρνη 1884 – Αθήνα 1942
Συνθέτης, στιχουργός, καλλιτεχνικός υπεύθυνος δισκογραφικών εταιρειών, οργανοπαίκτης (μαντολίνο, βιολί κ.ά.)
Ο κορυφαίος συνθέτης της Σμύρνης και ένας από τους διαμορφωτές του νεότερου ελληνικού τραγουδιού. Ασχολήθηκε από τα παιδικά του χρόνια με τη μουσική. Στις αρχές του 20ού αιώνα εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια. Για περίπου είκοσι χρόνια περιοδεύει ως μουσικός σε παροικίες του ελληνισμού ανά τον κόσμο. Το 1919 επιστρέφει στην Σμύρνη όπου συνεργάζεται ως το 1922 με την εστουδιαντίνα Τα Πολιτάκια. Πολλά τραγούδια τα οποία έχουν καταγραφεί στη δισκογραφία της Σμύρνης και της Πόλης ως ανώνυμες δημιουργίες πιθανόν να είναι δικά του. Μετά την οριστική εγκατάστασή του στην Ελλάδα θα αναλάβει στα χρόνια του Μεσοπολέμου τη καλλιτεχνική διεύθυνση της Odeon (1924-1930) και της Columbia (1931-1941). Από αυτή τη θέση κλειδί θα βοηθήσει όλους τους νέους δημιουργούς. Έγραψε γύρω στα 230 τραγούδια που εμφανίζονται σε περίπου 480 εκτελέσεις στη δισκογραφία από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές κάθε εποχής. Το πρώτο του τραγούδι –Η ζωντοχήρα (Victοr 72489, 17.9.1919) με τη Μαρία Σμυρναία– εντοπίζεται στη δισκογραφία των Ελλήνων της Αμερικής.
Ας διαβάσουμε: “ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ” του Ερνστ Κόμπριχ (Ernst Gobrich), από τις εκδόσεις του Μορφωτικού ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης.
Λίγα λόγια για το Βιβλίο:
Πρόκειται για ένα από τα πιο διάσημα και δημοφιλή βιβλία για την τέχνη. Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες και επί 45 χρόνια παραμένει ασυναγώνιστο ως εισαγωγή στην τέχνη, από τις αρχαιότερες ζωγραφιές των σπηλαίων ως τη σύγχρονη πειραματική έκφραση.
Το Χρονικό της Τέχνης οφείλει τη μοναδική δημοτικότητά του στην άμεση και απλή γραφή του. Γιατί ο Γκόμπριχ ξεκινάει από μια παιδαγωγική αρχή που την επαληθεύει αδιάκοπα: «Όλα μπορείς να τα πείς με γλώσσα τόσο απλή που να την καταλαβαίνει ακόμη και ένα παιδί». Όπως δηλώνει εξάλλου, οι ιδανικοί αναγνώστες της ιστορίας του είναι οι νέοι ανάμεσα στα δώδεκα και στα είκοσι· και διευκρινίζει: «Ποτέ όμως δεν πίστεψα πως τα βιβλία για νέους πρέπει να διαφέρουν από τα βιβλία για ενηλίκους –εκτός από ένα σημείο: ότι έχουν να αντιμετωπίσουν τους πιό απαιτητικούς κριτές…». Για να ανταποκριθεί στην αυστηρότητα και την ειλικρίνεια αυτού του κοινού γράφει απλά, αποφεύγοντας τα συνήθη αμαρτήματα εκείνων που γράφουν για την τέχνη: την επιτήδευση, τον συναισθηματισμό, την επιδεικτική χρήση τεχνικών και επιστημονικών όρων. Παρουσιάζει την ιστορία της τέχνης σαν «μια ζωντανή αλυσίδα που συνδέει τη δική μας εποχή με την εποχή των Πυραμίδων».
Στη νέα, εμπλουτισμένη έκδοση, ο συγγραφέας έγραψε ένα καινούριο κεφάλαιο για τις σύγχρονες εξελίξεις στην τέχνη, την αρχιτεκτονική και τη φωτογραφία.
Ο Σερ Ερνστ Γκόμπριχ (1909-2001) διετέλεσε Διευθυντής του Ινστιτούτου Βάρμπουργκ και καθηγητής της Ιστορίας της Κλασικής Παράδοσης στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ως τη συνταξιοδότησή του το 1976. Το 1972 χρίσθηκε ιππότης, και το 1988 τιμήθηκε με τα διάσημα του Τάγματος της Αξίας. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Britannica Award το 1989. Στα έργα του περιλαμβάνονται: Art and Illusion, The Sense of Order, Aby Warburg, Reflections on the History of Art, και οκτώ τόμοι δοκιμίων, όλα στις εκδόσεις Phaidon Press.
Πίνακας Περιεχομένων
Βιβλιοκρισίες
Βήμα, 25-6-1995
Ο σοφός και το παραμύθι της τέχνης
Καθημερινή, 25-10-1998
Η ιστορία της τέχνης σε εκδόσεις – ορόσημα
Βήμα, 6-12-1998
Το παραμύθι του Βιεννέζου
Ριζοσπάστης, 13-12-1998
Μύηση στην τέχνη
Ελεύθερη Ώρα, 17-12-1998
Ένα εκπληκτικό χρονικό της τέχνης
Ελευθεροτυπία, 24-12-1998
Το “παραμύθι” του ανθρώπινου πολιτισμού
Ημερησία, 25-1-1999
Ένας “μίτος” στον λαβύρινθο της τέχνης
ΑΝΤΙ, 29-1-1999
Το παραμύθι του ανθρώπινου πολιτισμού
Βήμα, 23-1-2000
Το χρονικό της τέχνης
Αγγελιοφόρος, 30-1-2000
Η περιπέτεια της τέχνης
Βήμα, 6-2-2000
Η ομορφιά, το φως, το χρώμα, τα πρότυπα
Πρωϊνός Λόγος, 18/19-3-2000
Το χρονικό της τέχνης
Ελευθεροτυπία, 5-8-2000
Το μπεστ σέλερ της τέχνης
Πηγή: https://www.miet.gr/book-list/book-To-xroniko-ths-texnhs