της Κάτιας Γαλοπούλου
Στις συγκεντρώσεις των αποφοίτων του Λυκείου τους, δεν πηγαίνει σχεδόν ποτέ. Μόνο όταν μετά από τα τόσα πολλά τηλεφωνήματα και καλέσματα του είναι αδύνατον να αρνηθεί. Όπως φέτος δηλαδή, που επειδή κλείνουν έναν στρογγυλό μεγάλο αριθμό χρόνων από την αποφοίτησή τους, κάνουν τεράστια κινητοποίηση οι διοργανωτές της συνεστίασης για να βρεθούν όσοι περισσότεροι γίνεται. Να μην λείψει κανείς-από τους ζωντανούς τουλάχιστον, όσοι φύγανε-φύγανε βρε αδελφέ, δεν λέμε να τους σηκώσουμε από το Τρίτο, αλλά από εμάς τους άλλους που ζούμε, δεν επιτρέπεται να απουσιάσει κανείς. Το παίρνει απόφαση. Να το αποφύγει κι αυτή τη φορά ο Πέτρος δεν υπάρχει κανένας ανθρώπινος τρόπος, όσο κι αν του φαίνεται βαθιά θλιβερό αυτό το σκηνικό της συνάντησης των επιζώντων συμμαθητών, έτσι όπως αιώνες ολόκληρους ίδιο κι απαράλλαχτο επαναλαμβάνεται με συνέπεια ιατρικού ετήσιου τσεκαπ, αφόρητα πληκτικό κι αναμενόμενο.
Νάτος λοιπόν, μεσημέρι Κυριακής, απ’ έξω. Το έργο που θα παιχθεί σε λίγο μέσα, το ξέρει από τους τίτλους της αρχής ως το τέλος, μέχρι το παραμικρό πλάνο. Η ίδια παλιά ταβέρνα, μίζερα ανακαινισμένη, με ένα κοινόχρηστο όνομα στην ταμπέλα, αφιερωμένο στην ομάδα των περισσότερων, με καλό φαγητό κοινά αποδεκτό-φρεσκότατα όλα-με κρεμασμένες στους τοίχους κακοτυπωμένες φωτογραφίες της πόλης που γερνάει μαζί τους, και συνήθως μια μικρή ορχήστρα που αποθεώνεται όταν ο πρώτος μεθυσμένος συμμαθητής αποφασίζει να σηκωθεί για το καθιερωμένο ζεϊμπέκικο. Κάθε χρόνο χορεύει το ίδιο πάντα κομμάτι, νταλκάς που κόβεται με το μαχαίρι, πηχτός, η ιεροτελεστία της άγιας συνήθειας, το δισκοπότηρο του κρασιού στα δόντια, αυτό ξέρουμε με αυτό θα αρχίσουμε το γλέντι, μέχρι να μας πάρει το φορείο, λέει πάντα χαριτολογώντας ο φίλος χορευτής, εκστασιασμένος απαράλλακτα κάθε φορά. Προκάτ ξεφάντωμα νοσταλγίας, λοιπόν, φέρνει στο μυαλό του χωρίς να καταλαβαίνει γιατί, εκείνα τα προκατασκευασμένα σπίτια στην εθνική Αθηνών-Κορίνθου που σκάνε μύτη μόλις φύγεις από τα διόδια και ξεδοντιασμένα όπως τα έχει αφήσει ο χρόνος και η οικονομική κρίση στα μέσα του δρόμου, μοιάζουν κελύφη αδειανά και στεναχωρημένα, πώς θα ήταν τα γλέντια εκεί μέσα άραγε;; Σαν κι αυτό;… Αρρένων αποκλειστικά ήταν το σχολείο μας, τον ξυπνάει από τις σκέψεις του, ο πρώην απουσιολόγος τους, χωρίς συμμαθήτριες άρα κι η διασκέδαση, και τις γυναίκες μας όσοι έχουμε -ο Πέτρος δεν έχει- ας μην τις κουβαλάμε είπαμε και μια φορά ρε αδελφέ, να μπορούμε να θυμόμαστε με την ησυχία μας αυτά που κάναμε στην τάξη αλλά και τα πικάντικα στην Ρόδο, στην εκδρομή της ζωής μας, στο τέλος να θυμηθούμε να πούμε και το Α κάζα ντι Ρένε που τραγουδούσαμε στα πούλμαν, όλοι μαζί ό,τι θυμόμαστε από τους στίχους, έτσι για το προσκλητήριο των νεκρών.
Παίρνει βαθιά αναπνοή, απ’ την ψυχή ως την ψυχή, και ανεβαίνει τα δύο σκαλάκια του μαγαζιού. Επαναλαμβάνει δυνατά μέσα του, τα λόγια του αγαπημένου Καμύ που τον παίρνει πάντα μαζί του στα δύσκολα σαν σκονάκι κρυφό. “Η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο -το γνώρισμα ενός χυδαίου μυαλού”. Δεν θέλει να έχει δίκιο μόνο αυτός, μπορεί οι άλλοι που είναι και οι πολλοί να είναι οι σωστοί, πού είναι το κακό, μαζεύονται εδώ να γιορτάσουν τη μνήμη του σχολείου τους, αυτός θα είναι αυτός ο στριφνός. Αλλά πάλι λάθος συναίσθημα, υπάρχει; Αυτή η δυσφορία του στους επικήδειους σαν το σημερινό μετά ασμάτων και χορών, πρέπει να κρίνεται σωστή ή λάθος και μάλιστα με αυτολογοκρισία; Αυτή η δυσανεξία απλά ,υπάρχει, εκεί, υπάρχει. Ο χρόνος για τον Πέτρο είναι μια αδιάκοπη κίνηση, μια ροή, μια μελωδία, ένα υγρό που κυλάει ασταμάτητα σαν από την υδρορροή του σπιτιού του και κάποιες φορές δεν τον αφήνει να κοιμηθεί ο ήχος, άλλοτε αυτός πάλι τον αγνοεί και συνεχίζει, νερό είναι ας τσουλάει…και συνεχίζει…
Στην πραγματικότητα, σκέφτεται ο Πέτρος καθώς τους χαιρετάει όλους με το βλέμμα και με μια ανεπαίσθητη κίνηση του δεξιού χεριού τους χαϊδεύει νοερά, είμαστε ο χρόνος ολόκληρος, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι όλα μαζί πάνω μας την ίδια στιγμή, ο χρόνος μας είναι κυκλικός, είμαστε ταυτόχρονα και τα παιδιά στη πενθήμερη και οι ενήλικοι με τα μωρά τους και οι μεσήλικες του τώρα και οι νεκροί του αύριο, οι νότες μας παίζονται σαν συγχορδίες, ταυτόχρονα, τι να γιορτάσω από το παρελθόν που δεν το φέρω μαζί μου, εκείνη η νησίδα του χρόνου που πάνω της βρεθήκαμε τα χρόνια του σχολείου πλέει μέσα μας μαζί με όλα τα νησιά του Αρχιπελάγου μας, καταλαβαίνω πως οι μέρες μας εκείνες διαστέλλουν το χρόνο μας, εγγράφηκαν τόσο πυκνά μέσα μας που φουσκώνουν οι μνήμες και τα πανιά θέλουν να σαλπάρουν ξανά αλλά τον ποταμό δεν τον αναπλέεις με ξεθωριασμένες φωτογραφίες, με τις μαυρόασπρες στάχτες των στιγμών στα χέρια, τον κατεβαίνεις ως την θάλασσα έχοντας κατακτήσει το ταξίδι του, όσο πιο γενναία μπορείς, η βάση της ισορροπίας είναι ο αγώνας, η πηγή της ζωής, η αστείρευτη, ζεις μόνο μπροστά και προχωράς και το πας το παιχνίδι ως το τέλος…
Έλα δάσκαλε, κάτσε εδώ δίπλα στο τραπέζι με τον Φώντα τον γιεγιέ, να τα λέτε, του διακόπτει τις σκέψεις για άλλη μια φορά ο ευτυχισμένος διοργανωτής. Μεγάλη επιτυχία φέτος, Πέτρο μου, που λες, καλά και ήρθες…σχεδόν όσοι ζούμε, είμαστε εδώ. Στην Υγειά μας, ρε παιδιά. Εκείνος, αισθάνεται σαν να συμμετέχει ήδη σε ένα παράφωνο, μουσικό μνημόσυνο με σαρδέλες και χόρτα αντί για κόλλυβα και αρχοντορεμπέτικα αντί για ένα ρυθμικό Ζωή επάνω σας, αλλά χαμογελάει πλατιά. Ο Φώντας δίπλα του, μιλάει ακατάσχετα, φοράει ένα πολύχρωμο φουλάρι στο λαιμό, νεάζει και θέλει να δείχνει άνετος. Του μιλάει για ποίηση και πόσο ασχολείται μαζί της εκτός από τη μουσική τη ροκ που την κατέχει ολόκληρη με τα δεκάδες του βινύλια, μετά του λέει για τα μπαράκια του κέντρου που τα ξέρει όλα και τα κρυμμένα διαμαντάκια στις συνοικίες με τα καθαρά ποτά. Ο Πέτρος μόλις που κρατιέται να του πει πως Μπουκόφσκι δεν γίνεσαι επειδή πίνεις μαζεμένα τρία «ποτάκια» στη μπάρα ούτε γιατί το δερμάτινο μπουφάν της μηχανής σου ξέρεις πως το κρεμάνε σε γάντζο κάτω από την μπάρα και όχι σε κρεμάστρες, δεν είμαστε και χτεσινοί. Ούτε Μπωντλαίρ λέγεσαι και καταραμένος, Φώντα μου, επειδή έχεις Τα άνθη του Κακού στη βιβλιοθήκη σου. Τίποτα όμως δεν του λέει, προσπαθεί να μην κάνει τον έξυπνο, να μην αισθανθεί ούτε λύπη, προσπαθεί να μην νιώθει τιποτα. Είναι τώρα σε ένα σημείο του χρόνου του, στον κύκλο, και ταυτόχρονα στο επόμενο σημείο. Μεσημέρι είναι, θα περάσει. Προσπαθεί, όσο μπορεί, να μιλήσει με όλους ευγενικά και με γνήσιο ενδιαφέρον-τσακισμένοι από την κολασμένη κρίση οι περισσότεροι, με κλειστά μαγαζιά και βιοτεχνίες, με φυτεμένα μπαλονάκια στα σωθικά από το άγχος της επιβίωσης, με παιδιά και εγγόνια δίχως μέλλον και με τα υπογλώσσια στην τσέπη και δάνεια, χρέη, όρη απάτητα. Μόνο λίγοι οι επιτυχημένοι, ένας συνταξιούχος δικαστής που εγκαταστάθηκε από χρόνια στο προικώο του Παγκρατίου και ένας οδοντίατρος με όνομα στα βόρεια προάστια, αυτοί μόνο χαμογελούν λιγότερο πικρά από τους υπόλοιπους με εκείνο το συγκαταβατικό μειδίαμα που η υπεροχή χαρίζει. Ευτυχώς η ώρα περνάει γρήγορα, αφού όλα όσα έπρεπε να γίνουν, τελείωσαν.
Τους αποχαιρετά εγκάρδια, στα αλήθεια χαίρεται που είναι όλοι τους καλά και επιθυμούν να γιορτάζουν τις αναμνήσεις τους, το παρελθόν το μακρινό τους, που ήταν ωραίο γιατί το βλέπουν από αυτήν την ευεργετική απόσταση που όλα τα γλυκαίνει, ήταν και τα νιάτα βλέπεις και οι προσδοκίες, και οι έρωτες οι ανεπανάληπτοι. Φεύγει. Περπατάει. Μόνο μετά από ώρα καταλαβαίνει πως δεν πήγε να πάρει το αυτοκίνητό του αλλά κατευθύνεται προς τον Δημοτικό Κήπο. Τον περνάει δίχως να ξέρει γιατί και φτάνει μπροστά στη μεγάλη βαμμένη τώρα μπλε μεταλλική πόρτα του Γυμνασίου του. Στην Κύπρου. Την κοιτάει σαν να μην την έχει ξαναδεί ποτέ του. Στο δεξί της φύλλο, πάνω από κάτι μισοξεσκισμένες αφίσες, παρατηρεί ένα άνοιγμα, μια πλατιά ορθογώνια χαραμάδα. Βάζει τα μάτια του μέσα της. Η αυλή φαίνεται σχεδόν ολόκληρη με την μπασκέτα στη μέση, πέρα ως την απέναντι πόρτα που πια μοιάζει αχρησιμοποίητη. Στο μυαλό του απρόσκλητος καταφτάνει ο Ρίτσος «Πολύ αργότερα, βλέπεις όσα είδες». Νιώθει τους παλμούς να ανεβαίνουν. Την νοσταλγία δεν την καταδέχτηκε ποτέ, ότι πέρασε, πέρασε, πρόσω ολοταχώς, αυτό το άλγος της ανέφικτης επιστροφής, είναι αχρείαστο, αφιλοσόφητο. Μόνο μπροστά. Η ταχυπαλμία όμως πια ανεβαίνει κραταιή, κοκκινίζει τα μάγουλα και σπάει το στήθος. Ψάχνει τριγύρω μέσα από τη σχισμή, που να ήταν το κυλικείο; δεξιά κάτω από τη σκάλα; Ξαφνικά η εικόνα θολώνει κι άλλο, οι παλάμες του είναι υγρές, το κεφάλι γυρίζει. Του φαίνεται σαν το προαύλιο να γεμίζει από παντού με παιδιά, ακούγεται και το κουδούνι, σαν μετρονόμος τού μέσα ρυθμού του, χτυπά ρυθμικά ντριν και ντριν και ντριν, μαζεύονται όλοι στη μέση της αυλής σαν πριν από την έπαρση της σημαίας, οι πρώτοι μαθητές που πέρασαν ποτέ από το σχολείο, στην πρώτη γραμμή, οι μαθητές του 1926, αυτοί που πρωτοστεγάστηκαν στην παράγκα μόλις τρία χρόνια μετά τη δημιουργία του συνοικισμού Νέας Κοκκινιάς. Πιο πίσω με πηλίκια στο κεφάλι κι άλλοι μαθητές στοιχισμένοι, αυτοί του 1932 που από μαθητές του Δ’ Γυμνάσιου Πειραιώς όπως ονομάζονταν οι μπροστινοί τους, τώρα λέγονται μαθητές του Ε’ Γυμνασίου Πειραιώς με έδρα τη Νέα Κοκκινιά. Ακόμα πιο πίσω οι μαθητές του 1936 όταν ο συνοικισμός Νέας Κοκκινιάς ονομάζεται Δήμος Κοκκινιάς και ανεξαρτητοποιείται από τον Δήμο Πειραιά. Μαθητές του Γυμνασίου Νέας Κοκκινιάς πια. Στην επόμενη σειρά οι μαθητές του 1940, όταν ο Δήμος Νέας Κοκκινιάς μετονομάζεται σε Δήμο Νικαίας με συνέπεια και το σχολείο τους να ονομασθεί Γυμνάσιο Νικαίας. Και πιο πίσω κι άλλοι του 1955, μικτό αυτή τη φορά με κορίτσια-μαθήτριες και πιο πίσω του αυτοί του 1957 ως Γυμνάσιο Αρρένων ξανά και τα παιδιά του παραρτήματος σε απέναντι σπίτι με την εξωτερική σκάλα και του 1964 του τριτάξιου γυμνασίου αρρένων και λυκείου αρρένων και ξανά του εξατάξιου του 1967,τότε που αποφοίτησαν οι συμμαθητές του…κι άλλοι κι άλλοι…και στο βάθος τελευταίοι αλλά όμορφα νέοι, οι τωρινοί μαθητές του 1ου γυμνάσιου και του 1ου ΓΕΛ…, τους βλέπει όλους καθαρά..και μετά σιωπή. Το κουδούνι μέσα του σταματά, τους κοιτάζει όλους για τελευταία φορά στις σειρές τους, ψάχνει μέσα του ξανά τον φίλο του τον Καμύ, το δεκανίκι του στα δύσκολα. «Δεν γνωρίζω άλλο χρέος από την αγάπη»,του λέει. Το αγαπούσε πολύ το σχολείο του λοιπόν και όσους το κατοίκησαν μέσα στα χρόνια…Οι μαθητές τώρα, χάνονται όλοι από μπροστά του, συνέρχεται, σηκώνεται, φεύγει. Δύσκολα βρίσκει το αυτοκίνητό του…ξεκινά. Μπρος, μόνο μπρος. Έσπασε για λίγο, λύγισε και τώρα βάζει πρώτη ταχύτητα, φεύγει, δεν ξέρει για πού ούτε και πως, μόνο μουρμουρίζει το Α κάζα ντι Ρένε, παράφωνα.
Ακούστε όσο διαβάζετε το κείμενο: Rolling Stones “Time Waits For No One” σε στίχους και μουσική των Mick Jagger και Keith Richards, από το δίσκο του συγκροτήματος It’s Only Rock ‘n Roll του 1974.
Δείτε την ταινία: Ανάμεσα στους τοίχους (πρωτότυπος τίτλος: Entre les murs), γαλλικό φιλμ του 2008 σε σκηνοθεσία του Λοράν Καντέ. Το σενάριο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα Entre les murs του Φρανσουά Μπεγκοντό.
Δείτε την ταινία στο YouTube:
Λίγα λόγια για την τανία: Ο καθηγητής Φρανσουά είναι φιλόλογος και διδάσκει τη γαλλική γλώσσα σ’ ένα σχολείο του Παρισιού σε υποβαθμισμένη συνοικία με πολλούς εργάτες και μετανάστες, όπου φοιτούν κυρίως παιδιά αλλοδαπών. Η εργατικότητα και οι καλές προθέσεις τον κάνουν να ξεχωρίζει σ’ αυτό το ηλεκτρισμένο σχολικό περιβάλλον. Παρά την επιμονή του, η καθημερινότητα αναδεικνύει σε πρωταγωνιστική θέση τις πολιτισμικές διαφορές, το ρατσισμό, τις προκαταλήψεις και τις αναπότρεπτες συγκρούσεις. Η υπόθεση της ταινίας επικεντρώνεται ως επί το πλείστον στους μαθητές μίας συγκεκριμένης τάξης για διάστημα ενός σχολικού έτους.
…Και για τους μερακλήδες αναγνώστες διαβάστε το βιβλίο Το Παιχνίδι του Κόσμου του Κώστα Αξελού από τις εκδόσεις Bιβλιοπωλείον της Εστίας, ακούγωντας όλο το δισκο It’s Only Rock ‘n Roll των Rolling Stones https://www.youtube.com/watch?v=O9giC9W3sqk&list=PL28386FCF4CA129A6 ….