“Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία.”
Μιχάλης Κατσαρός
Επέστρεψε ξαναμμένος από την επίσκεψη των υποψηφίων δημοτικών συμβούλων στα έργα του μετρό. Που σχεδόν ήταν έτοιμο. Κάτω από την πλατεία του Αγίου Νικολάου, την ιστορική πλατεία της πόλης του, μια ολοκαίνουργια πολιτεία ετοιμαζόταν. Αστραφτερή, φρέσκια, σε λίγο καιρό πολύβουη. Άνθρωποι βιαστικοί, συμπολίτες του κατευθυνόμενοι προς όλη την Αττική, σε λίγους μήνες θα ορμούν στις κυλιόμενες σκάλες, σπεύδοντας όλο και συντομότερα προς το απροσδιόριστο τους μέλλον. Ένας νέος σταθμός. Στη σειρά των στάσεων της γραμμής Τρία του μετρό, άλλος ένας προορισμός.
Στάση Κοκκινιά ίσως ,ή Νίκαια, ή Σταθμός Πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου όπως επίσημα λέγεται η πλατεία, ή Στάση Προσφυγιάς ,ή Σταθμός της Οδού Οκτώ-όπως έλεγαν το δρόμο του νυφοπάζαρου- που έβγαζε στην πλατεία, ή Σταθμός της Εθνικής Αντίστασης όπως θα ταίριαζε στους Ήρωες που γέννησε και ανάθρεψε η Κοκκινιά, ή Σταθμός του Μπλόκου στη Λήθη για να μην ξεχαστούν οι αγώνες της πόλης και οι θυσίες του λαού της ενάντια στο φασισμό ή Σταθμός ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, για να μην ξεχάσουμε ποτέ και τίποτα. Αμέσως πάλι όμως σκέφτηκε πως η ονομασία δεν έχει και τόση σημασία. Εξάλλου ποιος τους ρώτησε;
Επιβεβαίωσε μέσα του για άλλη μια φορά, πόσο ανεδαφικά και ανεπίκαιρα λειτουργεί ο εγκέφαλος του και προσπάθησε να αλλάξει τη ροή των συνειρμών. «Ας σκεφτούμε σημερινά και προσγειωμένα» μονολόγησε, «Πόσο περισσότερο old school και παρωχημένος μπορείς να γίνεις, άραγε;»
«Τι θα αλλάξει στη ζωή μας εκτός από την ταχύτητα που θα μας προσφέρει η νέα εποχή, ας το πάρουμε έτσι τεχνοκρατικά;» είπε, και αμέσως ανακουφισμένος αναλογίσθηκε τον ελάχιστο χρόνο που θα απαιτείται πια για να φτάσει από το κέντρο της πόλης του στο κεντρικό κέντρο της χώρας… «Κέντρο τίνος; Τι απέμεινε δηλαδή που περιλαμβάνει και κέντρο; Η Νίκαια, ας πούμε, ιστορικό κέντρο δεν έχει εδώ και πολλά, στερημένα χρόνια. Ρημαγμένο, παρατημένο, απροσδιόριστο, κενό σημείο, το υποτιθέμενο και κατ’ ευφημισμό, κέντρο της… Θα φεύγουμε, δηλαδή, από ένα μυθικό κέντρο απογόνων προσφύγων προς ένα ακόμα πιο μυθολογικό κέντρο που ζει σχεδόν αποκλειστικά με την αρχαία αίγλη και τους τουρίστες της, απλωμένους στη λιακάδα των μνημείων της. Βυθισμένοι εμείς στην ανεργία, στην ατελείωτη κρίση αλλά διακινούμενοι ταχέως…Από… και προς… Πού όμως; Έλα, μην ξαναρχίζεις, ανάποδε, αναχρονιστικέ»φρενάρισε πάλι τη σκέψη του.
«Το έργο φαντάζει εντυπωσιακό, θα τονώσει την αγορά και θα μας διευκολύνει όλους…Ένας υπόγειος, άνετος χώρος κάτω από μια ζωντανή πια και σύγχρονη, πλατεία. Η πλατεία…Ένας χώρος που δεν είναι ένα σχήμα μόνο αλλά οι άνθρωποι του. Κυρίως αυτοί που την περπατούν, την ζουν, την διαβαίνουν κι αυτοί που βρίσκονται τριγύρω της .Με τα μαγαζιά τους και όλα τα ίχνη τους μαζί».
Θυμήθηκε τον πατέρα και τις διηγήσεις του. Πάλι πίσω λοξοδρόμησε το μυαλό. Ατίθασο μυαλό… Απέναντι από τα σκαλιά της εκκλησίας, του περιέγραφε, ήταν ο μεγάλος φούρνος στη γωνία, δίπλα από του Καραμαργιού το ζαχαροπλαστείο. Τις Κυριακές το απόγευμα, έβγαζε το καζανάκι του έξω στο δρόμο και έφτιαχνε εκεί τους αφράτους λουκουμάδες…Δίπλα στο φούρνο, το βαριετέ του Στράτζαλη, με ποτά και μουσικές κι από επάνω στη ταράτσα το θερινό Πάνθεον -ή όχι; Κι αν το λέγανε αλλιώς, κι αν ήταν παραπέρα, τι νόημα έχει; Τώρα απέναντι από το σταθμό του μετρό θα υπάρχουν μόνο καφέ όλων των ειδών και φαστ φουντ. Και τότε όμως υπήρχαν πολλά καφενεία και μεζέδες και διάφορα άλλα μαγαζιά. Το καφενείο του Κοψαχείλη, η Ποτοποιεία του Νικολαίδη, το καφενείο του Παράσχου, η μικρή ΕΒΓΑ της οικογένειας Κοντούλη κάτω από μια σκάλα προσφυγικού, στην κάτω μεριά της πλατείας τα είδη προικός του Σαπουτζόγλου, το βιβλιοπωλείο του Ηλιάδη, ένα περίπτερο επάνω κι ένα από κατω, δίπλα στις στάσεις για Πειραιά και Αθήνα…. Ονόματα, σχήματα, τραπεζάκια έξω, μουσικές, φωνές μισοΤούρκικα-μισοΕλληνικά στην αρχή, ειδύλλια κι αγάπες μεγάλες και ζωές πιεσμένες αλλά γλετζέδικες και αισιόδοξα βλέμματα και γέλια…
«Τι κάνεις πάλι;»,αναρωτήθηκε με ενόχληση, «Σκέφτεσαι τον χώρο με τον χρόνο. Τον αναλογίζεσαι σα να περιέχει δυνάμεις που συνήθως πιστεύει κανείς πως αποτελούν χαρακτηριστικά του χρόνου, ο τόπος σιγά- σιγά, λες, επιφέρει εσωτερικές αλλαγές που μοιάζουν πολύ με εκείνες που προκαλεί ο χρόνος. Μια πλατεία πάλι, είναι ένα σημείο, τίποτα άλλο, ένας τόπος. Τι του φορτώνεις; Ανοησίες τα υπόλοιπα. Πόσος χρόνος πέρασε από αυτές τις μνήμες των δικών μου; Πολύς… Και με τη σκέψη; Ούτε δευτερόλεπτα… Όλα είναι μόνο χρόνος… Αλλά πάλι…» δίστασε να συνεχίσει «Πώς να μην μετρήσεις τον χρόνο με τον χώρο; Αφού είσαι εσύ τώρα ο ζωντανός κι όσα σου αφηγήθηκαν για τον τόπο σου, είναι όσα είσαι… Ξεφεύγεις; Η μνήμη, ανυπότακτη και βασανιστική, ταξινομεί επιλεκτικά τα πράγματα και τα ρίχνει σε όποια κοίτη της κάνει κέφι… Μια παλιά πλατεία, με τσιμέντο και λίγα παρτέρια, την κάνει χρόνο χειροπιαστό, με στιγμές και μυρωδιές και ανθρώπους. Ίσως επειδή η μνήμη και μόνη αυτή, είναι ο ενδότερος πυρήνας μας, το ατίθασο κουκούτσι που ξεπετάγεται από το παραγινωμένο φρούτο χωρίς να υπάρχει τρόπος να ξαναμπεί μέσα. Ή σαν τα νερά που δεν μπαζώνονται, κάποια ώρα θα βρουν το αφύλακτο πέρασμα και θα ξεχυθούν. Ο χρόνος, λένε, είναι λήθη. Κι ο τόπος ίσως θα έπρεπε να φέρνει λησμονιά με τις μεταμορφώσεις του, μα ο αέρας των αναμνήσεων πάντα θα φυσάει αγνοώντας τις θεωρίες».
Ξανάφερε στο μυαλό τις πληροφορίες που τους έδωσε ο υπεύθυνος των έργων, περισσότερο για να ξεφύγει από τον μπερδεμένο εαυτό του παρά για να εκτιμήσει την πρόοδο του έργου… Νούμερα, στοιχεία, χιλιόμετρα, προθεσμίες, προβλήματα περιστασιακά, καθυστερήσεις, προοπτικές, αποκλίσεις χρόνου και προϋπολογισμών, αβλεψίες και κωλύματα.
Κι ύστερα θυμήθηκε, ξαφνικά, το νερό. Ανάβλυσε μέσα του μια δροσιά…
«Σε όλη την Αττική, όπου κι αν σκάψαμε για το μετρό»,τόνισε ο υπεύθυνος τεχνικός ξεναγός, «Βρέθηκε νερό. Βαθιά πολύ στη γη. Παντού. Με διάφορες σύνθετες τεχνικές επεμβάσεις, το υπόγειο νερό διοχετεύεται και στρέφεται όπου και όπως πρέπει. Ακίνδυνο, εξακολουθεί να κυλά… Εδώ ,στο σταθμό της Νίκαιας», συνέχισε, «το νερό έτρεχε πολύ ρηχά. Βρέθηκε στα έξι μέτρα. Πιο κοντά στην επιφάνεια από οπουδήποτε αλλού».
«Και τι σημαίνει αυτό;» ρώτησαν. «Τίποτα»,απάντησε ο τεχνικός. «Απλά αναφέρουμε πως βρήκαμε το νερό σε χαμηλότερο βάθος από οπουδήποτε αλλού.»
Τίποτα;
Ξανά πίσω η σκέψη. «Γρήγορο, καθαρό, γάργαρο νερό ακριβώς κάτω από τα πόδια όσων περπάτησαν την πλατεία, από το 1922 ως τώρα… Διευθετημένο πια κι αυτό, στραμμένο σε κατάλληλες κοίτες, τακτοποιημένο. Το Νερό μας. Ψηλά-ψηλά στη γη μας, όμως ,δροσερό ,να μας διαπερνά σαν μια γραμμή που τραβάμε από κάτω και υπογραμμίζει τα σημαντικά μας. Εδώ από πάνω ζήσαμε-τραβάει μια γραμμή το νερό. Εδώ κάπου φιληθήκαμε -υπογραμμίζει το νερό. Να εδώ κάπου φωνάξαμε, διαδηλώσαμε, απαιτήσαμε -σέρνει τη γραμμή του το νερό κάτω από τα λόγια και τις αναμνήσεις μας… Σαν να γνωρίζει αυτό κάτι καλά και το υπογραμμίζει ζωηρά, κάτι που δεν μάθαμε ίσως εμείς ποτέ πόσο σημαντικό ήταν, αλλά το ξέρει εκείνο, όλα τα καταλαβαίνει το νερό και το τονίζει με την αέναη ροή του. Σα να θυμάται όσα ξεχάσαμε και θα τα κυλάει για πάντα. Τις Ιστορίες μας…
Να τους πούμε να γράψουν με καθαρά γράμματα στον τοίχο του σταθμού και να το επαναλαμβάνουν δυνατά τα μεγάφωνα: «Προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Από κάτω είναι οι Πηγές μας. Οι ιερές».
Να τους πούμε: Κάτω από τα βαγόνια αυτά ή κάπου εδώ τριγύρω, τρέχει νερό, πολύ παλιό νερό. Από τα πλυσταριά στα προσφυγικά, από τις αυλές με τα κρινάκια, από τις βρύσες των ματιών μας. Το νερό αυτό θα μας δροσίζει από την ερημιά και την ξηρασία του μέλλοντος. Και έρχεται από Ψηλά. Από τα έξι μέτρα. Δεν το κοροϊδεύεις…Πάντα θα ξεπετάγεται. Γιατί ούτε αυτό αλλά ούτε κι Εμείς είμαστε του συρμού… Ερχόμαστε από πολύ μακρινές όχθες και συνεχίζουμε με τη ζωτική, υδάτινη ορμή που δεν καλουπώνεται ποτέ… Θα ρέουμε λοιπόν… Δεν αμελούμε… Πάντα μαζί με το Νερό,για να ξεδιψάσουμε το Μέλλον…
Ως τότε…
…MIND THE GAP!
*ένα κείμενο της Κάτιας Γαλοπούλου
Ακούστε μαζί με το κείμενο: Maurice Ravel “Jeux d’eau” μια σύντομη σύνθεση για πιάνο του συνθέτη, εδώ εκτελεσμένη από τη διεθνούς φήμης πιανίστα από την Αργεντινή Μάρτα Αρτερίτς (Martha Argerich) μαγνητοσκοπημένη το 1977.
“Τα παιχνίδια του νερού” (Les Jeux d’eau) είναι ένα σύντομο έργο για πιάνο του Maurice Ravel που γράφτηκε το 1901 και το οποίο αφιέρωσε στο δάσκαλό του Gabriel Faure. Πηγή έμπνευσης για τον συνθέτη ήταν τα έργα του Liszt (Δίπλα σε μια πηγή του 1855 και Παιχνίδια νερού στην Βίλλα ντ’Έστε του 1855) όπως φυσικά και όλοι οι ήχοι του νερού, των πιδάκων, των καταρρακτών και των ρυακιών. Η ερμηνεία της Μartha Argerich ταιριάζει απόλυτα με τον χαρακτηρισμό που έδωσε για το έργο του ο ίδιος ο Ravel: «ο θεός του ποταμού γελάει από το γαργάλημα του νερού…». Το σύντομο αυτό δεξιοτεχνικό κομμάτι για πιάνο διακρινεται για τις πιανιστικες καινοτομίες του συνθέτη και περιγραφει τον ήχο του νερού.
Διαβάστε μαζί με το κείμενο οπωσδήποτε: Την Ποιητική Συλλογή “Κατά Σαδδουκαίων” του Μιχάλη Κατσαρού που κυκλοφόρησε το 1953.
http://www.poiein.gr/2008/10/27/ieueco-eaooanuo-eaou-oaaaioeassui-1953/#comment-223628
Κυκλοφορεί πλέον από τις Τόπος(Μοτίβο Εκδοτική) μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Μιχάλη Κατσαρού με τον τίτλο “Μείζονα Ποιητικά”. Στον τόμο περιλαμβάνεται και η συλλογή “Κατά Σαδδουκαίων”.
Ακούστε τον ίδιον τον ποιητή να διαβάζει το ποίημα του Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ από το “Κατά Σαδδουκαίων”
Στην αρχή του κειμένου το ποίημα “Θα σας Περιμένω”.
Θα σας περιμένω
Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος-
δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.
Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι.
Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.