Κατερίνα και Σταμάτης Σύντροφοι από τα ιδρυτικά μέλη της Κίνησης Πολιτών Νίκαιας Ρέντη “κόντρα στο ρεύμα” ενεργοί και πάντα κόντρα
Αναδημοσιεύουμε απο το vice την συνέντευξη της Μαρίας Λούκα με αρκετή περηφάνια και συγκίνηση και για τους Συντρόφους μας και για την Πόλη μας
Σε ένα σπίτι στη Νίκαια, εδώ και έναν χρόνο, μια οικογένεια ανέργων φιλοξενεί μια οικογένεια προσφύγων. Αυτή είναι η ιστορία τους.
ΜΛ
Apr 25 2017, 7:30am
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής
Πριν από λίγο καιρό, ο Guardian παρέθεσε την αριθμητική της ντροπής για τη διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα, με ένα κατατοπιστικό ρεπορτάζ. Σύμφωνα με αυτό, από το 2015 μέχρι σήμερα διοχετεύτηκαν στη χώρα 803 εκατομμύρια δολάρια (740,65 εκατ. ευρώ) για τους πρόσφυγες, ωστόσο στη συντριπτική τους πλειονότητα διαβιούν σε σκηνές, εκτεθειμένες στο κρύο και τη ζέστη, σε no man’s land μακριά από τον χάρτη και από κάθε έννοια ανθρώπινου πολιτισμού. Σε αντιπαραβολή, μια οικογένεια ανέργων με σχεδόν μηδαμινά εισοδήματα στη Νίκαια κατόρθωσε επί έναν χρόνο να φιλοξενήσει μια οικογένεια προσφύγων προσφέροντας στέγη, φαγητό, συντροφιά και μπόλικη αγάπη και αποδεικνύοντας ότι η αλληλεγγύη είναι μια υπόθεση ψυχής και συνείδησης, που δεν χρειάζεται μεσολάβηση από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και χρηματικά ποσά με πολλά μηδενικά.
Λίγο κάτω από τη φασαριόζικη και πάντα γκρίζα Πέτρου Ράλλη, εκεί που αναπνέει η προσφυγική μνήμη της Νίκαιας σε μονώροφα ή διώροφα σπίτια με ασβεστωμένους τοίχους και βασιλικούς στις αυλές, ζουν ο Σταμάτης, η Κατερίνα και οι δύο γιοι τους. Από τον Φλεβάρη του 2016 προστέθηκαν στην οικογένειά τους άλλα τρία μέλη, η Μαρία, η Άουα και ο Σέτι. Η Μαρία είναι η μασκότ του σπιτιού, αυτή που σε υποδέχεται τελετουργικά μόλις ανεβαίνεις τα σκαλιά με φωνές και παλαμάκια. Ακούει και στο όνομα «Μπίμπι». Όταν πρωτοήρθε στο σπίτι, δεν είχε κλείσει ούτε έναν χρόνο ζωής. Η Κατερίνα όταν μιλούσε γι’ αυτήν έλεγε «baby», που στο μωρουδίστικο λεξιλόγιό της μεταφράστηκε σε «Μπίμπι». Είναι ένα χαριτωμένο πλέον δίχρονο πλάσμα με περίτεχνα κοτσιδάκια στα μαλλιά και παρδαλά φορέματα. Στην πραγματικότητα είναι μια εκκολαπτόμενη σταρ του θεάτρου, γεμάτη νάζια και πόζες μιας άδολης παιδικότητας που απώθησε γρήγορα τις τραυματικές εμπειρίες των πρώτων μηνών της ύπαρξής της, τότε που διέσχιζε στην αγκαλιά της μάνας της την έρημο με τα πόδια και το Αιγαίο με μια βουλιαγμένη βάρκα. Σ’ αυτό το σπίτι έσβησε το πρώτο της κεράκι, έκανε τα πρώτα της ατσούμπαλα βήματα και άρθρωσε τις πρώτες τις λέξεις στα ελληνικά.
«Εμείς πέρσι με το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα πηγαίναμε στην Ε1 που είχαν συγκεντρωθεί πολλοί πρόσφυγες και βοηθούσαμε ως εθελοντές, αλληλέγγυοι. Ήταν Φλεβάρης, τα σύνορα είχαν ξεκινήσει να κλείνουν και ο κόσμος στον Πειραιά έπεφτε σαν τα κοτόπουλα από τις αρρώστιες. Μας πήρε ένας φίλος και μας είπε ότι υπάρχει μια μαμά μ’ ένα μωρό σε άσχημη κατάσταση και αν θα μπορούμε να τους φιλοξενήσουμε για λίγο στο σπίτι. Τις πήραμε, λοιπόν, μαζί με τον θείο τους. Η μικρή ήταν μια μέρα πριν από την πνευμονία, κυριολεκτικά, μας το επιβεβαίωσε ο γιατρός που την εξέτασε την επόμενη μέρα. Στην αρχή ήθελαν να φύγουν, για να πάνε στην Ειδομένη και από ‘κει στη Γερμανία. Παρακολουθούσαμε ειδήσεις στα διεθνή δίκτυα και κατάλαβαν ότι τα σύνορα έχουν σφραγιστεί. Βλέπαμε με την Άουα τον κόσμο να κοιμάται μες στις λάσπες στην Ειδομένη, να προσπαθεί απελπισμένα να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει και κλαίγαμε παρέα. Ο Σταμάτης μας κορόιδευε. Μας έλεγε να σταματήσουμε να κλαίμε και να δούμε τι θα κάνουμε. Έμειναν εδώ τα παιδιά και ακολουθήσαμε την αργή, νόμιμη και επώδυνη διαδικασία να βγάλουν χαρτιά», εξηγεί η Κατερίνα.
Η Άουα έκανε αίτηση διεθνούς προστασίας. Τη δικαιούνταν. Μετά από πολλή ταλαιπωρία αναγνωρίστηκε σ’ αυτήν και τη Μαρία καθεστώς διεθνούς προστασίας για τρία χρόνια και στον Σέτι για έξι μήνες. Την είχε πληρώσει με το κορμί της αυτή την αίτηση απ’ όταν ήταν επτά χρονών, όταν ακρωτηριάστηκε ακούσια ένα κομμάτι του σώματός της, ένα κομμάτι της επιθυμίας της. Έρχεται από την Γκάμπια, ένα μικρό κράτος δύο εκατομμυρίων κατοίκων της Δυτικής Αφρικής που από το 1981 μαστίζεται από πραξικοπήματα, αιματηρές συγκρούσεις, απαγορεύσεις και διώξεις και κυβερνάται από ένα κράμα αυταρχισμού, δεισιδαιμονιών και διαφθοράς. Είναι μια από τις 200.000.000 γυναίκες που σύμφωνα με τη Unicef ζουν έχοντας υποστεί κλειτοριδεκτομή. Μια βάναυση και προαιώνια πρακτική που εφαρμόζεται ακόμα σε 28 κράτη της Αφρικής και της Ασίας, ποινικοποιώντας τη γυναικεία σεξουαλικότητα και ακυρώνοντας την αυτενέργεια του γυναικείου σώματος. Σ’ αυτές τις κοινότητες η κλειτορίδα περιβάλλεται από συμφραζόμενα μιαρότητας, θεωρείται πηγή κακού και επιβάλλεται εθιμικά ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων, ώστε να μείνουν οι γυναίκες «αμόλυντες» και πειθαρχημένες. Πολλές γυναίκες πεθαίνουν κατά τη διαδικασία από αιμορραγικό σοκ ή μολύνσεις, ενώ άλλες σημαδεύονται για όλη τους τη ζωή από το αποτύπωμα του πόνου.
Η κλειτοριδεκτομή
«Ήμουν επτά ετών, όταν μου έκαναν κλειτοριδεκτομή. Δεν ήξερα τίποτα. Έγινε εντελώς ξαφνικά. Μου πιάσανε τα χέρια και τα πόδια, μου κλείσανε τα μάτια και μια γριά με ακονισμένα πέτρινα μαχαίρια ξεκίνησε την επέμβαση, χωρίς αναισθησία, χωρίς αποστείρωση. Τίποτα. Μόνο πόνος. Ήταν απαίσιο. Το κάνουν σε όλα τα κορίτσια. Θεωρούν ότι μ’ αυτό τον τρόπο ξορκίζουν το κακό, ότι, αν μια γυναίκα δεν υποστεί ακρωτηριασμό, δεν θα μπορέσει να παντρευτεί. Οι ίδιες οι μεγαλύτερες γυναίκες ενσωματώνουν αυτήν την ιδεολογία και την υλοποιούν στα μικρά κορίτσια. Μετά το γιορτάζουν. Όλα τα κορίτσια στην Γκάμπια υφίστανται αυτό το μαρτύριο. Αν έμενα εκεί, η κόρη μου θα πάθαινε το ίδιο. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο για τη Μαρία. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να την προστατεύσω και έφυγα. Δεν πρόκειται να ξεχάσω τι μου συνέβη. Ακόμη κι αν ήθελα να το ξεχάσω, το θυμάμαι κάθε φορά που έχω περίοδο και πονάω, όταν γέννησα που πόνεσα φοβερά», λέει η Αουα. «Η Μαΐλη από τους Γιατρούς του Κόσμου, όταν εξέτασε την Άουα, έχασε το χρώμα της. Έχω δει –μου είπε– τέτοιες τομές, αλλά αυτό είναι άλλο πράγμα, είναι καθαρά εκδικητικό. Της έχουν αφαιρέσει και τα χείλη εκτός από την κλειτορίδα. Απ’ όσα συζήτησα με την Άουα και διάβασα κατάλαβα ότι είναι ένα εξουσιαστικό πράγμα. Μια μορφή άσκησης εξουσίας του άνδρα απέναντι στη γυναίκα. Θεωρούν ότι η γυναίκα δεν έχει δικαίωμα να απολαμβάνει το σεξ, ότι είναι ένα αποκλειστικά αναπαραγωγικό είδος, χωρίς άλλες ανάγκες. Αυτό δε σχετίζεται με το οικονομικό ή το μορφωτικό επίπεδο κάθε οικογένειας. Είναι στοιχείο που διαποτίζει την κουλτούρα τους. Οι αδερφές της Άουα είναι παντρεμένες με ακαδημαϊκούς στην Γκάμπια, παρ’ όλα αυτά όλοι έχουν σφάξει μ’ αυτό τον τρόπο τις κόρες τους και απέρριψαν την Άουα, επειδή δεν ήθελε την ίδια τύχη για τη Μαρία», συμπληρώνει η Κατερίνα.
Η Άουα αρνήθηκε αυτό το μισογυνικό πεπρωμένο για την κόρη της και πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς. Ήταν ένα διάβημα χειραφέτησης και προστασίας μαζί. Από την Γκάμπια πέρασε στη Γουινέα Μπισσάου, μετά στο Μαρόκο, από ‘κει στην Τουρκία και μετά με βάρκα στη Μυτιλήνη. «Μείναμε στην Τουρκία καμιά βδομάδα, μέχρι να βρούμε βάρκα. Πληρώσαμε 500 ευρώ το κεφάλι, για να περάσουμε στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι του ταξιδιού. Η βάρκα γέμισε νερά. Κράταγα σφιχτά τη Μαρία πάνω μου, για να μην πέσει. Φοβήθηκα πάρα πολύ. Θα μπορούσαμε να πεθάνουμε εκεί μέσα», θυμάται σήμερα. Στη Μυτιλήνη πέρασε κάποιο καιρό στον κατ’ ευφημισμό μόνο οργανωμένο καταυλισμό της Μόρια, μετά έφτασε στον Πειραιά μέσα στο καταχείμωνο. Το λιμάνι είχε 3.000 κόσμο τότε. Δεν μπορούσες να σταθείς πουθενά. Η Άουα με τον Σέτι και τη Μαρία έμεναν έξω, εντελώς απροστάτευτοι, πάνω σε μια πολύχρωμη κουβέρτα. Αν δεν τους έπαιρναν στο σπίτι τους η Κατερίνα και ο Σταμάτης, πιθανόν σήμερα θα ήταν μια από αυτές τις απελπισμένες φιγούρες που βλέπουμε στα δελτία ειδήσεων να βολοδέρνουν με απόγνωση μέσα στη βροχή και το χιόνι. Η Άουα μνημονεύει διαρκώς τη συμβίωση τους με την οικογένεια του Σταμάτη. «Ήμουν πολύ τυχερή που βρήκα αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ξέρω τι θα κάναμε, χωρίς αυτούς, θα ήμασταν στο δρόμο, στο πουθενά», επαναλαμβάνει με σεμνότητα και συγκίνηση.
«Μείναμε εδώ όλοι μαζί από τον Φλεβάρη μέχρι τον Αύγουστο, σε πρώτη φάση. Τον Αύγουστο βρέθηκε ένα δωμάτιο σ’ έναν άτυπο χώρο φιλοξενίας και πήγαν εκεί. Τον Οκτώβρη έπιασαν τα κρύα, δε μπορούσαν ούτε ζεστό μπάνιο να κάνουν. Η μικρή έπαθε μια σοβαρή δερματίτιδα, επειδή έχει ατοπικό δέρμα. Τους είπαμε να έρθουν να ξεχειμωνιάσουμε πάλι μαζί και μετά θα βλέπαμε τι θα κάναμε», λέει η Κατερίνα. Η ίδια και ο σύζυγός της δεν έχουν κανένα πρόβλημα λυμένο στη ζωή τους, το αντίθετο. Η οικογένεια τους είναι μια ανάγλυφη, μικροσκοπική αποτύπωση της καταστροφής που προκάλεσε η οικονομική κρίση στην ελληνική κοινωνία. Οι ζωές τους ξεθεμελιώθηκαν απότομα και όλες οι κανονικότητες ανατράπηκαν μπροστά στην ουρά του ΟΑΕΔ. Άνεργοι επί της ουσίας και οι δύο, μ’ έναν γιο φοιτητή και έναν δεύτερο επίσης άνεργο, θα μπορούσαν να στρέψουν το βλέμμα αποκλειστικά στη δική τους δυστυχία και να παραμείνουν αδιαπέραστοι από το δράμα του άλλου – και κανένας δεν θα τους κατηγορούσε γι’ αυτό. Εντούτοις, έχοντας οι ίδιοι βιώσει πώς είναι να αλλάζει η ζωή σου, να τα χάνεις όλα και να βρίσκεσαι μετέωρος , κατόρθωσαν να δουν μια εγγύτητα στη συνθήκη της απώλειας και του πόνου που διέπει τους πρόσφυγες. Είναι μια διαδικασία ενσυναίσθησης του ευάλωτου, που αντί να θολώνει τη συνείδηση, την καθαρίζει, την κάνει πιο διαυγή και κρυστάλλινη, για να μπορεί να αγκαλιάσει την ανθρώπινη τρωτότητα σε όλες τις εκδοχές της. «Να γυρίζεις –αυτό είναι το θαύμα– με κουρελιασμένα μάτια, με φλογωμένους κροτάφους από την πτώση, να γυρίζεις στην καλή πλευρά σου», έγραφε ο Νίκος Καρούζος. Αυτό έκαναν η Κατερίνα και ο Σταμάτης. Γύρισαν στην καλή πλευρά τους με τα τραύματα, τα άγχη και τα ζόρια τους.
«Από τον Οκτώβριο του 2010 μέχρι τώρα, έχω δουλέψει συνολικά 17 μήνες. Τα Χριστούγεννα απολύθηκα τελευταία φορά. Ο Σταμάτης είναι επίσης πολύ καιρό άνεργος. Εδώ και έναν μήνα κάνει σποραδικά μεροκάματα, όποτε τον φωνάζουν. Ο Σταμάτης, επειδή ήταν πολύ ενεργός συνδικαλιστής στον κλάδο μας, έχει μπει σε μαύρη λίστα. Ο κύκλος μας, των τσαγκαράδων, έχει μικρύνει πολύ και αποφεύγουν να τον πάρουν για δουλειά. Έχω πιεστεί πολύ, να σου πω την αλήθεια. Θεωρούσα ότι είχα θεμελιώσει δικαίωμα μειωμένης σύνταξης με το νόμο περί ανήλικων τέκνων, αλλά μου είπε ο εργατολόγος ότι μου λείπει ένα ένσημο και έχω δικαίωμα να βγω σε μειωμένη σύνταξη το 2023. Αυτή ήταν η τελική σφαλιάρα. Δεν μπορώ να βρω δουλειά πουθενά, ούτε για καθαρίστρια με παίρνουν ούτε για φυλλάδια. Απελπίστηκα. Όλη αυτή η κατάσταση σε σκοτώνει. Όμως, συμβιώσαμε όλοι μαζί σ’ αυτές τις συνθήκες. Δεν είναι εύκολο. Ο χώρος είναι πολύ μικρός. Ειδικά τον χειμώνα που δε μπορούμε να βγούμε στο μπαλκόνι, ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον. Είχαμε αρκετή βοήθεια από φίλους. Όλος ο κύκλος μας στάθηκε δίπλα μας, όταν πήραμε τα παιδιά. Ο Σπύρος, η Κάτια, η Στέλλα. Ο Σπύρος σε μια βάρδιά του στη δουλειά μάζεψε λεφτά από τους συναδέλφους του, τα έκανε τρόφιμα και τα έφερε. Όλοι βοηθάνε, κάποιος π.χ. φέρνει το κρέας του μήνα, κάποιος παιχνίδια για τη μικρή. Παίρνουμε κάποια είδη, όπως οι πάνες, από την Περιφέρεια», εξηγεί η Κατερίνα
Μια αληθινή ιστορία, μια αληθινή οικογένεια
Ναι, το σπίτι τους είναι πολύ μικρό, στενό, παραφορτωμένο με πράγματα, όπου τα παιχνίδια της Μαρίας κάνουν παρέα με τις ξυλοτεχνίες της Κατερίνας. Αναβλύζει αλληλεγγύη, όμως και ζεστασιά σε κάθε τετραγωνικό. Όλοι εδώ μέσα υπάρχουν και επιβιώνουν με αξιοπρέπεια χάρη στην αλληλεγγύη που έχουν μεταξύ τους, την αλληλεγγύη που εμπνέουν στους άλλους. Ακόμη και η Λούνα, το δεύτερο σκυλί της οικογένειας, ένα θηλυκό πίτμπουλ το οποίο βρήκαν εγκαταλελειμμένο και ημιθανές, γεμάτο χτυπήματα, δαγκωματιές και υπολείμματα αναβολικών στον οργανισμό του, σημάδια που υποδείκνυαν ότι κάποιοι το χρησιμοποιούσαν για κυνομαχίες. Το μάζεψαν, το περιέθαλψαν, το διέσωσαν και βρήκε μια τρυφερότητα που είχε στερηθεί στην αγκαλιά της Μαρίας. Είναι μια αληθινή ιστορία, με τις γρατζουνιές που έχουν οι αληθινές ιστορίες και όχι το glitter που έχουν τα παραμύθια.
«Είχαμε και προβλήματα και διαφωνίες. Το καλοκαίρι τα παιδιά είχαν βρει κάποιον που τους έταζε ότι με 500 ευρώ θα τους φτιάξει πλαστά χαρτιά, για να φύγουν για την Ευρώπη. Τους εξηγήσαμε τι κινδύνους αναλαμβάνουν και άλλαξαν γνώμη. Επίσης, ο Σέτι έχει μια διαφορετική κουλτούρα, ειδικά σε ζητήματα που αφορούν στους ρόλους των φύλων. Αντιδρούσε στην αρχή που του λέγαμε να κρατάει τη Μαρία, όταν η Άουα δούλευε. Του μιλήσαμε, το κατάλαβε. Τα συζητάμε όλα, όπως συμβαίνει σε κάθε οικογένεια. Η Άουα, όταν πρωτοήρθε στο σπίτι, ήταν πολλή φοβισμένη, σαν τα κουνέλια που είναι έτοιμα να τρέξουν. Δεν άφηνε τη Μαρία από τα χέρια της. Της λέγαμε να μας τη δώσει λίγο, να πάει να κάνει ένα μπάνιο να χαλαρώσει και φοβόταν. Ήταν λογικό, μετά που έκατσα και το σκέφτηκα. Βρέθηκε ξαφνικά σ’ ένα ξένο σπίτι με άγνωστους ανθρώπους. Αυτό από μόνο του είναι τρομακτικό. Τώρα, μας έχει εκμυστηρευτεί ότι, αν χρειαστεί να πάει κάπου χωρίς την κόρη της, μόνο εμάς εμπιστεύεται να την αφήσει. Είναι πολύ ηθικά παιδιά. Από την πρώτη στιγμή που μπήκαν στο σπίτι μας, δεν σκεφτήκαμε ποτέ να φυλάξουμε κάτι. Εμείς όποτε έχουμε λεφτά τα βάζουμε στο τραπέζι, σ’ ένα πλεκτό καλαθάκι. Ξέρουμε όλοι ότι εκεί είναι τα λεφτά της οικογένειας. Το ‘χαν μάθει και τα παιδιά. Ο Σέτι, όταν έκανε πέρσι το πρώτο του μεροκάματο και πήρε 40 ευρώ, έκανε κάτι που με συγκίνησε πολύ. Πήγε στο καλαθάκι και έβαλε ένα 20ευρο. Αυτό, είπε, είναι το μερίδιο μου στα λεφτά της οικογένειας. Η Άουα, όταν μας φέρνουν ρούχα και παιχνίδια για τη μικρή που δεν τα χρειάζεται ή δεν της κάνουν, τα δίνει σε άλλες μανάδες. Συμμετέχει πάντα στα αντιρατσιστικά συλλαλητήρια, όπως συμμετείχε και στις διαδηλώσεις ενάντια στη δικτατορία στην Γκάμπια με ελεύθερους σκοπευτές να είναι ακροβολισμένοι παντού. Μ’ έχει εντυπωσιάσει η δύναμή της», λέει η Κατερίνα.
Έτσι συγκρότησαν την καθημερινότητά τους για ένα χρόνο, σαν μια διευρυμένη οικογένεια που τα μέλη της μοιράζονται δουλειές, χαρές και λύπες. Με multi–cultural τραπέζια, όπως τα αποκαλεί η Κατερίνα, με πολλές γεύσεις, πολύ χρώμα και τη Μαρία να τους κάνει άνω-κάτω. Μέσα από τη συνύπαρξή τους έδωσαν μια αποστομωτική απάντηση σ’ αυτούς που κραυγάζουν, «να τους πάρετε σπίτια σας» και βάζουν λουκέτα στα σχολεία, για να μη πάνε τα προσφυγόπουλα, σκορπώντας ρατσιστικό δηλητήριο. «Εγώ γελάω, όταν καμιά φορά που συζητάω στο Διαδίκτυο μου λένε, “να τους πάρετε σπίτια σας”. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς βλέποντας αυτό το παιδί (σ.σ. τη Μαρία) ή το παιδί με το πιο κίτρινο δέρμα, ή το παιδί με τα σχιστά μάτια, δεν βλέπεις ένα παιδί. Δεν γίνεται να μη το αγαπήσεις. Η επαφή με πρόσφυγες θα έκανε καλό σε όλο τον κόσμο, θα έσπαγε τα στερεότυπα. Αν όλοι έπαιρναν για έναν μήνα μια οικογένεια σπίτι τους, θα καταλάβαιναν ότι οι διαφορές μας δεν είναι τόσο τρομερές. Μια φορά, καθόμασταν σ’ ένα παγκάκι στο Σύνταγμα με τη Μαρία, εκείνη χόρευε και εγώ την τάιζα μπανάνα. Κάποια στιγμή, ακούμπησε λίγο μια κοπέλα 22-23 χρονών που κάθονταν δίπλα. Εκείνη ανασηκώθηκε και φώναξε, “Τι σιχαμερό”. Πετάχτηκαν αμέσως οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο απέναντι παγκάκι και δεν μπορείς να φανταστείς τι της έσουραν. Γενικά, όλες οι αντιδράσεις στη γειτονιά είναι θετικές», διηγείται η Κατερίνα.
Αυτή εδώ δεν είναι τυχαία γειτονιά, ξέρεις. Όσοι και όσες μεγαλώσαμε στη Νίκαια, την κουβαλάμε πάντα με καμάρι, παρότι έπρεπε να αλλάξουμε τρία λεωφορεία, για να φτάσουμε στη σχολή μας και ταρακουνιόμασταν ανά 500 μέτρα από τα μπαλώματα των δρόμων και παρότι όταν βγαίναμε στα μπαλκόνια, σκουντουφλάγαμε στο μπετόν του απέναντι. Είναι γεμάτη θραύσματα μνήμης που μαρτυρούν ένα ηρωικό παρελθόν. Η προσφυγιά δεν είναι ξένη στη Νίκαια, είναι αναπόσπαστό κομμάτι της ταυτότητάς της. Ο προσφυγικός συνοικισμός της Νίκαιας με την ονομασία Νέα Κοκκινιά συστάθηκε το 1923, όπου στεγάστηκαν αρχικά 6.390 οικογένειες προσφύγων που διώχθηκαν μετά το Μικρασιατική Καταστροφή σε 4.484 παραπήγματα.
Αυτή εδώ δεν είναι τυχαία γειτονιά, ξέρεις. Όσοι και όσες μεγαλώσαμε στη Νίκαια, την κουβαλάμε πάντα με καμάρι, παρότι έπρεπε να αλλάξουμε τρία λεωφορεία, για να φτάσουμε στη σχολή μας και ταρακουνιόμασταν ανά 500 μέτρα από τα μπαλώματα των δρόμων και παρότι όταν βγαίναμε στα μπαλκόνια, σκουντουφλάγαμε στο μπετόν του απέναντι. Είναι γεμάτη θραύσματα μνήμης που μαρτυρούν ένα ηρωικό παρελθόν. Η προσφυγιά δεν είναι ξένη στη Νίκαια, είναι αναπόσπαστό κομμάτι της ταυτότητάς της. Ο προσφυγικός συνοικισμός της Νίκαιας με την ονομασία Νέα Κοκκινιά συστάθηκε το 1923, όπου στεγάστηκαν αρχικά 6.390 οικογένειες προσφύγων που διώχθηκαν μετά το Μικρασιατική Καταστροφή σε 4.484 παραπήγματα.
Ο Σταμάτης μεγάλωσε στη Νίκαια και η Κατερίνα ζει εδώ από τα 19 της. Αντιλαμβάνονται όχι μόνο την ιστορική συνέχεια του προσφυγικού δράματος, αλλά και το γνήσιο αντιφασιστικό χαρακτήρα της περιοχής. «Μικρή Μόσχα», αποκαλούσαν τη Νίκαια την περίοδο της Κατοχής, εξαιτίας της πολύ μεγάλης οργάνωσης του ΕΑΜ που διέθετε. Εδώ δόθηκε η πρώτη μεγάλη μάχη σε πόλη ενάντια στα ναζιστικά στρατεύματα , η Μάχη της Κοκκινιάς, τον Μάρτη του 1944 και εδώ διαπράχθηκε μια από τις μεγαλύτερες ναζιστικές θηριωδίες τον Αύγουστο του 1944, στο Μπλόκο της Κοκκινιάς. Είναι μια τοπογραφία ιερότητας η περιοχή που επεδίωξαν να μολύνουν τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής την περίοδο της κρίσης και να ξεθωριάσουν τη συλλογική μνήμη των κατοίκων της. «Την περίοδο της ανόδου της Χρυσής Αυγής δίναμε καθημερινές μάχες. Στο παραδίπλα στενό έμενε το δευτεροπαλίκαρο του Κασιδιάρη, μετά τον Πατέλη, ένα παιδί της διπλανής πόρτας που είχε καταφέρει να πλησιάσει κάποιο κόσμο. Ήταν πολύ άγρια τα πράγματα, πριν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Προσπάθησαν να χτίσουν μια κατάσταση μίσους στη γειτονιά, αλλά δεν τα κατάφεραν», αναφέρει η Κατερίνα. «Η Νίκαια είναι περιοχή αντίστασης, τέτοια ήταν ιστορικά και τέτοια παραμένει», συμπληρώνει ο Σταμάτης.
Μετά από έναν χρόνο συμβίωσης, επίμονης προσπάθειας και αλλαγών, τα πράγματα φαίνονται να βελτιώνονται για την Άουα. Βρήκε μια δουλειά ως οικιακή βοηθός, έκανε αίτηση επανένωσης, για να μπορέσει να έρθει και ο άνδρας της στην Ελλάδα και πλέον ετοιμάζεται να νοικιάσει ένα σπίτι, για να αποκτήσουν μια μεγαλύτερη άνεση χώρου και μια ανεξαρτησία που είναι απαραίτητη, για να χτίσουν ξανά τη ζωή τους με αισιοδοξία και ασφάλεια. «Ήταν πολλή σημαντική εμπειρία η συμβίωσή μας. Μας έσωσε από κακοτοπιές και με βοήθησε να μάθω πράγματα γι’ αυτή τη χώρα και τους ανθρώπους της. Τώρα νιώθω την Ελλάδα σαν δεύτερη πατρίδα. Εδώ νομίζω ότι μπορώ να φτιάξω ένα καλύτερο μέλλον για τη μικρή», επισημαίνει..
Αυτές τις μέρες η οικογένεια πακετάρει και συγκεντρώνει πράγματα για το καινούργιο σπίτι της Άουα. Η Μαρία δεν πολυκαταλαβαίνει τι συμβαίνει. Συνεχίζει να αλωνίζει χαρούμενη όλο το σπίτι και να καταλήγει πάντα στην αγκαλιά του Σταμάτη. Έχουν αναπτύξει έναν πολύ τρυφερό δεσμό μεταξύ τους. Ο Σταμάτης είναι το υποκατάστατο του πατέρα και του παππού που της λείπουν. Τα βράδια αποκοιμιέται με το «Παπάκι» του Νικόλα Άσιμου, με το ίδιο τραγούδι που η Κατερίνα νανούριζε τους δύο γιους της. Είναι μια αμήχανη στιγμή χαρμολύπης, ένα απαραίτητο βήμα για την αποκατάσταση της κανονικότητας όλων, αλλά κι ένας αποχωρισμός με τη φόρτιση που πάντα εσωκλείει.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, είναι μόνο χωροταξικός ο αποχωρισμός. Η ψυχική ταύτιση είναι πολύ ισχυρή, δεν χάνεται. «Θυμάμαι την πρώτη φορά που έφυγε η Άουα με το μωρό τον Αύγουστο, ήταν πολύ στεναχωρημένη. Πίστευε ότι δε θα ειδωθούμε ξανά, ότι θα είναι ξανά μόνη της. Αυτοί οι άνθρωποι κουβαλάνε μια αβάσταχτη αίσθηση μοναξιάς. Εμείς της είπαμε ότι όποτε θέλουν μπορούν να έρχονται, ακόμη και αν εμείς τύχει να μην είμαστε εδώ, να χτυπάνε δίπλα στην πεθερά μου να τους ανοίγει. Το ίδιο και τώρα. Αν έχεις δεθεί έτσι, δεν μπορείς να χάσεις επαφή. Είναι σαν οικογένεια», λέει η Κατερίνα. Ρωτάω τον Σταμάτη ποια στιγμή ξεχωρίζει από όσες έζησαν μαζί. «Για τον Σταμάτη, κάθε στιγμή που περνάει με τη Μαρία είναι από τις συγκινητικότερες της ζωής του», πετάγεται η Κατερίνα.
Έφυγα από το σπίτι τους αργά το βράδυ, με την ακλόνητη πεποίθηση ότι, όταν μαθαίνεις να βλέπεις τον άλλον σαν υπόσχεση και όχι σαν απειλή, ο κόσμος ομορφαίνει και ο ρατσισμός κρύβεται ηττημένος στις τρύπες του.